Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πορφυρίς
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροδῑ́νᾱς
πορφυροειδής
πορφυρόζωνος
πορφυρόπωλις
πορφυρόστρωτος
πορφυροῦς
πορφῡ́ρω
πορών
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
πόσε
Ποσειδῶν
πόσθη
ποσί
ποσίδεσμος
Ποσιδεών
View word page
πορών
πορών
aor.2 ptcpl.
see
πορεῖν
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πορών
Headword (normalized):
πορών
Headword (normalized/stripped):
πορων
IDX:
33693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33694
Key:
πορών
Data
{'headword_display': '<b>πορών</b>', 'content': '<XE><RefFm>πορών<LblR>aor.2 ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πορεῖν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πορών'}