Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρίς
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροδῑ́νᾱς
πορφυροειδής
πορφυρόζωνος
πορφυρόπωλις
πορφυρόστρωτος
πορφυροῦς
πορφῡ́ρω
πορών
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
πόσε
Ποσειδῶν
πόσθη
ποσί
View word page
πορφυροῦς
πορφυροῦς contr.adjseeπορφύρεος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πορφυροῦς
Headword (normalized):
πορφυροῦς
Headword (normalized/stripped):
πορφυρους
IDX:
33691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33692
Key:
πορφυροῦς

Data

{'headword_display': '<b>πορφυροῦς </b>', 'content': '<XE><HG><HL>πορφυροῦς </HL><PS>contr.adj</PS></HG><XR>see<Ref>πορφύρεος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πορφυροῦς'}