Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρίς
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροδῑ́νᾱς
πορφυροειδής
πορφυρόζωνος
πορφυρόπωλις
πορφυρόστρωτος
πορφυροῦς
πορφῡ́ρω
πορών
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
πόσε
Ποσειδῶν
πόσθη
View word page
πορφυρό-στρωτος
πορφυρό-στρωτοςονadjστρωτός of a pathwaystrewn with crimsonpurple fabricsA.

ShortDef

spread with purple cloth

Debugging

Headword:
πορφυρόστρωτος
Headword (normalized):
πορφυρόστρωτος
Headword (normalized/stripped):
πορφυροστρωτος
IDX:
33690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33691
Key:
πορφυρόστρωτος

Data

{'headword_display': '<b>πορφυρό-στρωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πορφυρό-στρωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στρωτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a pathway</Indic><Tr>strewn with crimson<or/>purple fabrics</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πορφυρόστρωτος'}