Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορφύρᾱ
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρίς
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροδῑ́νᾱς
πορφυροειδής
πορφυρόζωνος
πορφυρόπωλις
πορφυρόστρωτος
πορφυροῦς
πορφῡ́ρω
πορών
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
πόσε
Ποσειδῶν
View word page
πορφυρό-πωλις
πορφυρό-πωλιςιδοςfπωλέω seller of purple fabricsNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πορφυρόπωλις
Headword (normalized):
πορφυρόπωλις
Headword (normalized/stripped):
πορφυροπωλις
IDX:
33689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33690
Key:
πορφυρόπωλις

Data

{'headword_display': '<b>πορφυρό-πωλις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πορφυρό-πωλις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>seller of purple fabrics</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πορφυρόπωλις'}