Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορτιτρόφος
πορφύρᾱ
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρίς
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροδῑ́νᾱς
πορφυροειδής
πορφυρόζωνος
πορφυρόπωλις
πορφυρόστρωτος
πορφυροῦς
πορφῡ́ρω
πορών
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
πόσε
View word page
πορφυρό-ζωνος
πορφυρό-ζωνοςονadjζώνη of Aphroditewith purple girdleB.

ShortDef

with purple girdle

Debugging

Headword:
πορφυρόζωνος
Headword (normalized):
πορφυρόζωνος
Headword (normalized/stripped):
πορφυροζωνος
IDX:
33688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33689
Key:
πορφυρόζωνος

Data

{'headword_display': '<b>πορφυρό-ζωνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πορφυρό-ζωνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζώνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Aphrodite</Indic><Tr>with purple girdle</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πορφυρόζωνος'}