Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρᾱ
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρίς
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροδῑ́νᾱς
πορφυροειδής
πορφυρόζωνος
πορφυρόπωλις
πορφυρόστρωτος
πορφυροῦς
πορφῡ́ρω
πορών
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
View word page
πορφυρο-ειδής
πορφυρο-ειδήςέςadjεἶδος1 of the seadarkdark-blue in appearanceA. E.

ShortDef

purple-like, purply

Debugging

Headword:
πορφυροειδής
Headword (normalized):
πορφυροειδής
Headword (normalized/stripped):
πορφυροειδης
IDX:
33687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33688
Key:
πορφυροειδής

Data

{'headword_display': '<b>πορφυρο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πορφυρο-ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the sea</Indic><Tr>dark<or/>dark-blue in appearance</Tr><Au>A. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πορφυροειδής'}