Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόρσω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρᾱ
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρίς
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροδῑ́νᾱς
πορφυροειδής
πορφυρόζωνος
πορφυρόπωλις
πορφυρόστρωτος
πορφυροῦς
πορφῡ́ρω
πορών
ποσάκις
ποσαπλάσιος
View word page
πορφυρίων
πορφυρίωνωνοςm a kind of swamp-henpurple gallinuleAr.

ShortDef

Porphyrion
the water-hen

Debugging

Headword:
πορφυρίων
Headword (normalized):
πορφυρίων
Headword (normalized/stripped):
πορφυριων
IDX:
33685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33686
Key:
πορφυρίων

Data

{'headword_display': '<b>πορφυρίων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πορφυρίων</HL><Infl>ωνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>a kind of swamp-hen</Def><Tr>purple gallinule</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πορφυρίων'}