Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόρρωθεν
πορσαίνω
πόρσιον
πορσῡ́νω
πόρσω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρᾱ
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρίς
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροδῑ́νᾱς
πορφυροειδής
πορφυρόζωνος
πορφυρόπωλις
πορφυρόστρωτος
πορφυροῦς
View word page
πορφυρεύς
πορφυρεύςέωςm murex-fisherHdt. E.fr.

ShortDef

a fisher for purple fish

Debugging

Headword:
πορφυρεύς
Headword (normalized):
πορφυρεύς
Headword (normalized/stripped):
πορφυρευς
IDX:
33681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33682
Key:
πορφυρεύς

Data

{'headword_display': '<b>πορφυρεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πορφυρεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>murex-fisher</Tr><Au>Hdt. E.<Wk>fr.</Wk></Au></nS1> </NE>', 'key': 'πορφυρεύς'}