Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόρπᾱξ
πορπᾱφόρος
πορπάω
πόρπη
πόρρω
πόρρωθεν
πορσαίνω
πόρσιον
πορσῡ́νω
πόρσω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρᾱ
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρίς
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροδῑ́νᾱς
View word page
πόρταξ
πόρταξακοςm.freltd.πόρτις calfIl.

ShortDef

a calf

Debugging

Headword:
πόρταξ
Headword (normalized):
πόρταξ
Headword (normalized/stripped):
πορταξ
IDX:
33676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33677
Key:
πόρταξ

Data

{'headword_display': '<b>πόρταξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πόρταξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>m.f</PS><Ety>reltd.<Ref>πόρτις</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>calf</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πόρταξ'}