Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόρις
πορισμός
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πόρκος
πορνείᾱ
πορνεῖον
πορνεύομαι
πόρνη
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκίᾱ
πορνοβοσκός
πόρνος
πορνῳδίαι
πόρον
πόρος
πορπᾱκίζομαι
πορπᾱ́ματα
πόρπᾱξ
View word page
πορνικός
πορνικόςή όνadjof a taxon prostitutesAeschin.

ShortDef

of or for a prostitute

Debugging

Headword:
πορνικός
Headword (normalized):
πορνικός
Headword (normalized/stripped):
πορνικος
IDX:
33656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33657
Key:
πορνικός

Data

{'headword_display': '<b>πορνικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πορνικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a tax</Indic><Tr>on prostitutes</Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πορνικός'}