Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορθμήιον
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πόρις
πορισμός
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πόρκος
πορνείᾱ
πορνεῖον
πορνεύομαι
πόρνη
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκίᾱ
πορνοβοσκός
πόρνος
πορνῳδίαι
View word page
πόρκος
πόρκοςουmwicker fish-trapcreelPl.

ShortDef

fish-trap, weel

Debugging

Headword:
πόρκος
Headword (normalized):
πόρκος
Headword (normalized/stripped):
πορκος
IDX:
33651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33652
Key:
πόρκος

Data

{'headword_display': '<b>πόρκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πόρκος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>wicker fish-trap</Def><Tr>creel</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πόρκος'}