Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορθμεύω
πορθμήιον
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πόρις
πορισμός
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πόρκος
πορνείᾱ
πορνεῖον
πορνεύομαι
πόρνη
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκίᾱ
πορνοβοσκός
πόρνος
View word page
πόρκης
πόρκηςουmband, ring, hoopsecuring a spear-head to its shaftIl.

ShortDef

a ring, hoop

Debugging

Headword:
πόρκης
Headword (normalized):
πόρκης
Headword (normalized/stripped):
πορκης
IDX:
33650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33651
Key:
πόρκης

Data

{'headword_display': '<b>πόρκης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πόρκης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>band, ring, hoop<Expl>securing a spear-head to its shaft</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πόρκης'}