Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήιον
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πόρις
πορισμός
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πόρκος
πορνείᾱ
πορνεῖον
πορνεύομαι
πόρνη
πορνικός
View word page
πόρις
πόριςιοςfreltd.πόρτις calf, heiferOd. E.of Inakhos, ref. to IoE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πόρις
Headword (normalized):
πόρις
Headword (normalized/stripped):
πορις
IDX:
33646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33647
Key:
πόρις

Data

{'headword_display': '<b>πόρις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πόρις</HL><Infl>ιος</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>πόρτις</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>calf, heifer</Tr><Au>Od. E.</Au><nS2><Indic>of Inakhos, ref. to Io</Indic><Au>E.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'πόρις'}