Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορθήματα
πόρθησις
πορθητᾱ́ς
πορθήτωρ
πορθμείᾱ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήιον
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πόρις
πορισμός
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πόρκος
View word page
πορθμήιον
πορθμήιονIon.nseeπορθμεῖον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πορθμήιον
Headword (normalized):
πορθμήιον
Headword (normalized/stripped):
πορθμηιον
IDX:
33641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33642
Key:
πορθμήιον

Data

{'headword_display': '<b>πορθμήιον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πορθμήιον</HL><PS>Ion.n</PS></HG><XR>see<Ref>πορθμεῖον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πορθμήιον'}