Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορεύω
πορθέω
πορθήματα
πόρθησις
πορθητᾱ́ς
πορθήτωρ
πορθμείᾱ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήιον
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πόρις
πορισμός
ποριστής
ποριστικός
View word page
πορθμευτικός
πορθμευτικόςή όνadj of a class of maritime workersengaged in carrying passengersArist.

ShortDef

engaged as a ferryman

Debugging

Headword:
πορθμευτικός
Headword (normalized):
πορθμευτικός
Headword (normalized/stripped):
πορθμευτικος
IDX:
33639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33640
Key:
πορθμευτικός

Data

{'headword_display': '<b>πορθμευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πορθμευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a class of maritime workers</Indic><Tr>engaged in carrying passengers</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πορθμευτικός'}