Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορευτικός
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πορθήματα
πόρθησις
πορθητᾱ́ς
πορθήτωρ
πορθμείᾱ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήιον
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πόρις
πορισμός
View word page
πόρθμευμα
πόρθμευμαατοςn ref. to Acheronferry-crossingw.gen. ἀχέων of sorrowsA.

ShortDef

a passage, ferry

Debugging

Headword:
πόρθμευμα
Headword (normalized):
πόρθμευμα
Headword (normalized/stripped):
πορθμευμα
IDX:
33637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33638
Key:
πόρθμευμα

Data

{'headword_display': '<b>πόρθμευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πόρθμευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to Acheron</Indic><Tr>ferry-crossing<Expl><GLbl>w.gen. <Ref>ἀχέων</Ref></GLbl> <ital>of sorrows</ital></Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πόρθμευμα'}