Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πορθήματα
πόρθησις
πορθητᾱ́ς
πορθήτωρ
πορθμείᾱ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήιον
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
View word page
πορθμείᾱ
πορθμείᾱᾱςfπορθμεύω business of ferryingferryingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πορθμείᾱ
Headword (normalized):
πορθμείᾱ
Headword (normalized/stripped):
πορθμεια
IDX:
33635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33636
Key:
πορθμείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πορθμείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πορθμείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πορθμεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>business of ferrying</Def><Tr>ferrying</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πορθμείᾱ'}