Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορεύματα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πορθήματα
πόρθησις
πορθητᾱ́ς
πορθήτωρ
πορθμείᾱ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήιον
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
View word page
πορθήτωρ
πορθήτωροροςm sackerof a cityA.ransacker, despoilerof a houseA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πορθήτωρ
Headword (normalized):
πορθήτωρ
Headword (normalized/stripped):
πορθητωρ
IDX:
33634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33635
Key:
πορθήτωρ

Data

{'headword_display': '<b>πορθήτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πορθήτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>sacker<Expl>of a city</Expl></Tr><Au>A.</Au><nS2><Tr>ransacker, despoiler<Expl>of a house</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'πορθήτωρ'}