Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορεῖν
πορεῖον
πορεύματα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πορθήματα
πόρθησις
πορθητᾱ́ς
πορθήτωρ
πορθμείᾱ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήιον
πορθμίς
View word page
πόρθησις
πόρθησιςεωςfsacking, plunderingof a city, a campD. Plu.

ShortDef

the sack

Debugging

Headword:
πόρθησις
Headword (normalized):
πόρθησις
Headword (normalized/stripped):
πορθησις
IDX:
33632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33633
Key:
πόρθησις

Data

{'headword_display': '<b>πόρθησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πόρθησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>sacking, plundering<Expl>of a city, a camp</Expl></Tr><Au>D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πόρθησις'}