Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πορείᾱ
πορεῖν
πορεῖον
πορεύματα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πορθήματα
πόρθησις
πορθητᾱ́ς
πορθήτωρ
πορθμείᾱ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήιον
View word page
πορθήματα
πορθήματατωνn.pl acts of plunder, lootingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πορθήματα
Headword (normalized):
πορθήματα
Headword (normalized/stripped):
πορθηματα
IDX:
33631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33632
Key:
πορθήματα

Data

{'headword_display': '<b>πορθήματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πορθήματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>acts of plunder, looting</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πορθήματα'}