Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποππυσμός
ποπώζω
πόρδαλις
πορδή
πορείᾱ
πορεῖν
πορεῖον
πορεύματα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πορθήματα
πόρθησις
πορθητᾱ́ς
πορθήτωρ
πορθμείᾱ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
View word page
πορευτικός
πορευτικόςή όνadjof an arrangement of troops, intervals betw. themsuitable for a marchPlb.

ShortDef

going on foot, walking

Debugging

Headword:
πορευτικός
Headword (normalized):
πορευτικός
Headword (normalized/stripped):
πορευτικος
IDX:
33627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33628
Key:
πορευτικός

Data

{'headword_display': '<b>πορευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πορευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an arrangement of troops, intervals betw. them</Indic><Tr>suitable for a march</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πορευτικός'}