Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποντοχάρυβδις
πονωπόνηρος
πόπανον
ποπάξ
πόποι
ποππύζω
ποππυλιάσδω
ποππυσμός
ποπώζω
πόρδαλις
πορδή
πορείᾱ
πορεῖν
πορεῖον
πορεύματα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτικός
πορευτός
πορεύω
πορθέω
View word page
πορδή
πορδήῆςfπέρδομαι fartAr.

ShortDef

farting

Debugging

Headword:
πορδή
Headword (normalized):
πορδή
Headword (normalized/stripped):
πορδη
IDX:
33620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33621
Key:
πορδή

Data

{'headword_display': '<b>πορδή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πορδή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πέρδομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fart</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πορδή'}