Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποντομέδων
ποντοναύτης
πόντονδε
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
Ποντοπόσειδον
πόντος
Πόντος
ποντοχάρυβδις
πονωπόνηρος
πόπανον
ποπάξ
πόποι
ποππύζω
ποππυλιάσδω
ποππυσμός
ποπώζω
πόρδαλις
πορδή
πορείᾱ
View word page
πονωπόνηρος
πονωπόνηροςᾱ ονadjintensv.πονηρόςof personswickedly wickedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πονωπόνηρος
Headword (normalized):
πονωπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
πονωπονηρος
IDX:
33611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33612
Key:
πονωπόνηρος

Data

{'headword_display': '<b>πονωπόνηρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πονωπόνηρος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>intensv.<Ref>πονηρός</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>wickedly wicked</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πονωπόνηρος'}