Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
Πόντιος
ποντίσματα
ποντόθεν
ποντομέδων
ποντοναύτης
πόντονδε
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
Ποντοπόσειδον
πόντος
Πόντος
ποντοχάρυβδις
πονωπόνηρος
πόπανον
ποπάξ
πόποι
ποππύζω
View word page
ποντοπορέω
ποντοπορέωcontr.vb of sailors, shipscross the seaOd. Plu.

ShortDef

to pass the sea

Debugging

Headword:
ποντοπορέω
Headword (normalized):
ποντοπορέω
Headword (normalized/stripped):
ποντοπορεω
IDX:
33605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33606
Key:
ποντοπορέω

Data

{'headword_display': '<b>ποντοπορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ποντοπορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of sailors, ships</Indic><Tr>cross the sea</Tr><Au>Od. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ποντοπορέω'}