Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόνημα
πονηρεύματα
πονηρεύομαι
πονηρίᾱ
πονηροκρατέομαι
πονηρός
πονηρόφιλος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
Πόντιος
ποντίσματα
ποντόθεν
ποντομέδων
ποντοναύτης
πόντονδε
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
View word page
Ποντικός
Ποντικόςadjsee underΠόντος

ShortDef

from Pontus, Pontic

Debugging

Headword:
Ποντικός
Headword (normalized):
ποντικός
Headword (normalized/stripped):
ποντικος
IDX:
33596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33597
Key:
Ποντικός

Data

{'headword_display': '<b>Ποντικός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ποντικός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Πόντος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ποντικός'}