Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πομφολυγοπαφλάσματα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονηρεύματα
πονηρεύομαι
πονηρίᾱ
πονηροκρατέομαι
πονηρός
πονηρόφιλος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
Πόντιος
ποντίσματα
ποντόθεν
ποντομέδων
ποντοναύτης
View word page
πονηρό-φιλος
πονηρό-φιλοςονadjφίλος of tyrannyfriendly to the wickedArist.

ShortDef

fond of bad men

Debugging

Headword:
πονηρόφιλος
Headword (normalized):
πονηρόφιλος
Headword (normalized/stripped):
πονηροφιλος
IDX:
33592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33593
Key:
πονηρόφιλος

Data

{'headword_display': '<b>πονηρό-φιλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πονηρό-φιλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φίλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of tyranny</Indic><Tr>friendly to the wicked</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πονηρόφιλος'}