Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόμπιμος
πομπός
πομφολυγοπαφλάσματα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονηρεύματα
πονηρεύομαι
πονηρίᾱ
πονηροκρατέομαι
πονηρός
πονηρόφιλος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
Πόντιος
ποντίσματα
ποντόθεν
View word page
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατέομαιpass.contr.vb of a citybe governed by the worse sort of peopleopp. the virtuousArist.

ShortDef

to be governed by the bad

Debugging

Headword:
πονηροκρατέομαι
Headword (normalized):
πονηροκρατέομαι
Headword (normalized/stripped):
πονηροκρατεομαι
IDX:
33590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33591
Key:
πονηροκρατέομαι

Data

{'headword_display': '<b>πονηροκρατέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πονηροκρατέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a city</Indic><Tr>be governed by the worse sort of people<Expl>opp. the virtuous</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πονηροκρατέομαι'}