Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομφολυγοπαφλάσματα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονηρεύματα
πονηρεύομαι
πονηρίᾱ
πονηροκρατέομαι
πονηρός
πονηρόφιλος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
Πόντιος
View word page
πονηρεύομαι
πονηρεύομαιmid.vbπονηρός behave wickedlyscandalouslyHyp. D. Arist. Men. Plu.

ShortDef

to be evil, act wickedly, play the rogue

Debugging

Headword:
πονηρεύομαι
Headword (normalized):
πονηρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πονηρευομαι
IDX:
33588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33589
Key:
πονηρεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>πονηρεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πονηρεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>πονηρός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>behave wickedly<or/>scandalously</Tr><Au>Hyp. D. Arist. Men. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πονηρεύομαι'}