Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομφολυγοπαφλάσματα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονηρεύματα
πονηρεύομαι
πονηρίᾱ
πονηροκρατέομαι
πονηρός
πονηρόφιλος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
View word page
πονηρεύματα
πονηρεύματατωνn.plπονηρεύομαι wicked actions, wrongsD. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πονηρεύματα
Headword (normalized):
πονηρεύματα
Headword (normalized/stripped):
πονηρευματα
IDX:
33587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33588
Key:
πονηρεύματα

Data

{'headword_display': '<b>πονηρεύματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πονηρεύματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>πονηρεύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wicked actions, wrongs</Tr><Au>D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πονηρεύματα'}