Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πόμπευσις
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομφολυγοπαφλάσματα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονηρεύματα
πονηρεύομαι
πονηρίᾱ
πονηροκρατέομαι
πονηρός
πονηρόφιλος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
View word page
πόνημα
πόνημαατοςn thing made by toilref. to honeyproduct, workw.gen.of beesE.

ShortDef

that which is wrought out, work

Debugging

Headword:
πόνημα
Headword (normalized):
πόνημα
Headword (normalized/stripped):
πονημα
IDX:
33586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33587
Key:
πόνημα

Data

{'headword_display': '<b>πόνημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πόνημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>thing made by toil</Def><nS2><Indic>ref. to honey</Indic><Tr>product, work<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of bees</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'πόνημα'}