Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πομπείᾱ
πομπεῖα
πομπεύς
πόμπευσις
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
πομφολυγοπαφλάσματα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονηρεύματα
πονηρεύομαι
πονηρίᾱ
πονηροκρατέομαι
πονηρός
πονηρόφιλος
πόνος
View word page
πομφολύζω
πομφολύζωvbπομφόλυξdial.aor.
πομφόλυξα
of tearsbubble up, burst forthPi.

ShortDef

to bubble up, gush forth

Debugging

Headword:
πομφολύζω
Headword (normalized):
πομφολύζω
Headword (normalized/stripped):
πομφολυζω
IDX:
33583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33584
Key:
πομφολύζω

Data

{'headword_display': '<b>πομφολύζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πομφολύζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πομφόλυξ</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>dial.aor.</Lbl><Form>πομφόλυξα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of tears</Indic><Tr>bubble up, burst forth</Tr><Au>Pi.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πομφολύζω'}