Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύχωστος
πολύψαμμος
πολυψηφίᾱ
πολυψήφῑς
πολυώδυνος
πολυωνυμίη
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέομαι
πολυωφελής
πόμα
πομπαῖος
πομπείᾱ
πομπεῖα
πομπεύς
πόμπευσις
πομπεύω
πομπή
πομπικός
πόμπιμος
πομπός
View word page
πόμα
πόμαnseeπῶμα2

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πόμα
Headword (normalized):
πόμα
Headword (normalized/stripped):
πομα
IDX:
33571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33572
Key:
πόμα

Data

{'headword_display': '<b>πόμα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πόμα</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>πῶμα<Hm>2</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'πόμα'}