Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύχροος
πολύχρῡσος
πολύχωστος
πολύψαμμος
πολυψηφίᾱ
πολυψήφῑς
πολυώδυνος
πολυωνυμίη
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέομαι
πολυωφελής
πόμα
πομπαῖος
πομπείᾱ
πομπεῖα
πομπεύς
πόμπευσις
πομπεύω
πομπή
πομπικός
View word page
πολυωρέομαι
πολυωρέομαιpass.contr.vbὤρᾱ of personsbe treated with great respectw.prep.phr.by those inferior in birthArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυωρέομαι
Headword (normalized):
πολυωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
πολυωρεομαι
IDX:
33569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33570
Key:
πολυωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>πολυωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πολυωρέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ὤρᾱ</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>be treated with great respect</Tr><PrPhr><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>by those inferior in birth<Au>Arist.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>', 'key': 'πολυωρέομαι'}