Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυχρόνιος
πολύχροος
πολύχρῡσος
πολύχωστος
πολύψαμμος
πολυψηφίᾱ
πολυψήφῑς
πολυώδυνος
πολυωνυμίη
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέομαι
πολυωφελής
πόμα
πομπαῖος
πομπείᾱ
πομπεῖα
πομπεύς
πόμπευσις
πομπεύω
πομπή
View word page
πολυ-ωπός
πολυ-ωπόςόνadjὀπή of a fishing-netwith many holesfine-meshedOd.

ShortDef

with many meshes

Debugging

Headword:
πολυωπός
Headword (normalized):
πολυωπός
Headword (normalized/stripped):
πολυωπος
IDX:
33568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33569
Key:
πολυωπός

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-ωπός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-ωπός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀπή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a fishing-net</Indic><Def>with many holes</Def><Tr>fine-meshed</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυωπός'}