Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυχρηματίᾱ
πολυχρήμων
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχροος
πολύχρῡσος
πολύχωστος
πολύψαμμος
πολυψηφίᾱ
πολυψήφῑς
πολυώδυνος
πολυωνυμίη
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέομαι
πολυωφελής
πόμα
πομπαῖος
πομπείᾱ
πομπεῖα
πομπεύς
View word page
πολυ-ώδυνος
πολυ-ώδυνοςονadjὀδύνη of an arrowbringing much painTheoc.

ShortDef

very painful

Debugging

Headword:
πολυώδυνος
Headword (normalized):
πολυώδυνος
Headword (normalized/stripped):
πολυωδυνος
IDX:
33565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33566
Key:
πολυώδυνος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-ώδυνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-ώδυνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀδύνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an arrow</Indic><Tr>bringing much pain</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυώδυνος'}