Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύχους
πολυχρηματίᾱ
πολυχρήμων
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχροος
πολύχρῡσος
πολύχωστος
πολύψαμμος
πολυψηφίᾱ
πολυψήφῑς
πολυώδυνος
πολυωνυμίη
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέομαι
πολυωφελής
πόμα
πομπαῖος
πομπείᾱ
πομπεῖα
View word page
πολυ-ψήφῑς
πολυ-ψήφῑςῑδοςmasc.fem.adjψηφῑ́ς of a rivermany-pebbledHdt.oracle Pl.oracle

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυψήφῑς
Headword (normalized):
πολυψήφῑς
Headword (normalized/stripped):
πολυψηφις
IDX:
33564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33565
Key:
πολυψήφῑς

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-ψήφῑς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-ψήφῑς</HL><Infl>ῑδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>ψηφῑ́ς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a river</Indic><Tr>many-pebbled</Tr><Au>Hdt.<LblR>oracle</LblR> Pl.<LblR>oracle</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυψήφῑς'}