Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυχορδίᾱ
πολύχορδος
πολύχους
πολυχρηματίᾱ
πολυχρήμων
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχροος
πολύχρῡσος
πολύχωστος
πολύψαμμος
πολυψηφίᾱ
πολυψήφῑς
πολυώδυνος
πολυωνυμίη
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέομαι
πολυωφελής
πόμα
πομπαῖος
View word page
πολύ-ψαμμος
πολύ-ψαμμοςονadjψάμμος of a bankof sand piled highA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύψαμμος
Headword (normalized):
πολύψαμμος
Headword (normalized/stripped):
πολυψαμμος
IDX:
33562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33563
Key:
πολύψαμμος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-ψαμμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-ψαμμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ψάμμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bank</Indic><Tr>of sand piled high</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύψαμμος'}