Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυχειρίᾱ
πολυχορδίᾱ
πολύχορδος
πολύχους
πολυχρηματίᾱ
πολυχρήμων
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχροος
πολύχρῡσος
πολύχωστος
πολύψαμμος
πολυψηφίᾱ
πολυψήφῑς
πολυώδυνος
πολυωνυμίη
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέομαι
πολυωφελής
πόμα
View word page
πολύ-χωστος
πολύ-χωστοςονadjχωστός of a burial moundheaped highA.

ShortDef

high-heaped

Debugging

Headword:
πολύχωστος
Headword (normalized):
πολύχωστος
Headword (normalized/stripped):
πολυχωστος
IDX:
33561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33562
Key:
πολύχωστος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-χωστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-χωστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χωστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a burial mound</Indic><Tr>heaped high</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύχωστος'}