Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυχαρείδᾱ
πολύχειρ
πολυχειρίᾱ
πολυχορδίᾱ
πολύχορδος
πολύχους
πολυχρηματίᾱ
πολυχρήμων
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχροος
πολύχρῡσος
πολύχωστος
πολύψαμμος
πολυψηφίᾱ
πολυψήφῑς
πολυώδυνος
πολυωνυμίη
πολυώνυμος
πολυωπός
πολυωρέομαι
View word page
πολύ-χροος
πολύ-χροοςονadjχρώς of pigmentsof various coloursEmp.

ShortDef

many-coloured, variegated

Debugging

Headword:
πολύχροος
Headword (normalized):
πολύχροος
Headword (normalized/stripped):
πολυχροος
IDX:
33559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33560
Key:
πολύχροος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-χροος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-χροος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χρώς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of pigments</Indic><Tr>of various colours</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύχροος'}