Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχαρείδᾱ
πολύχειρ
πολυχειρίᾱ
πολυχορδίᾱ
πολύχορδος
πολύχους
πολυχρηματίᾱ
πολυχρήμων
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχροος
πολύχρῡσος
πολύχωστος
πολύψαμμος
πολυψηφίᾱ
πολυψήφῑς
πολυώδυνος
πολυωνυμίη
πολυώνυμος
View word page
πολύ-χρηστος
πολύ-χρηστοςονadjχρηστός of certain educational subjectsvery serviceable, very valuableArist.

ShortDef

useful for many purposes

Debugging

Headword:
πολύχρηστος
Headword (normalized):
πολύχρηστος
Headword (normalized/stripped):
πολυχρηστος
IDX:
33557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33558
Key:
πολύχρηστος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-χρηστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-χρηστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χρηστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of certain educational subjects</Indic><Tr>very serviceable, very valuable</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύχρηστος'}