Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύφορτος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχαρείδᾱ
πολύχειρ
πολυχειρίᾱ
πολυχορδίᾱ
πολύχορδος
πολύχους
πολυχρηματίᾱ
πολυχρήμων
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
πολύχροος
πολύχρῡσος
πολύχωστος
View word page
πολυχειρίᾱ
πολυχειρίᾱᾱςflarge number of handsengaged in or available for a taskTh. X. Plb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυχειρίᾱ
Headword (normalized):
πολυχειρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυχειρια
IDX:
33551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33552
Key:
πολυχειρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυχειρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυχειρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>large number of hands<Expl>engaged in or available for a task</Expl></Tr><Au>Th. X. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυχειρίᾱ'}