Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύφορβος
πολυφορίᾱ
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχαρείδᾱ
πολύχειρ
πολυχειρίᾱ
πολυχορδίᾱ
πολύχορδος
πολύχους
πολυχρηματίᾱ
πολυχρήμων
πολύχρηστος
πολυχρόνιος
View word page
πολυ-χανδής
πολυ-χανδήςέςadjχανδάνω of a pitchercapable of holding muchwatercapaciousTheoc.

ShortDef

wide-yawning

Debugging

Headword:
πολυχανδής
Headword (normalized):
πολυχανδής
Headword (normalized/stripped):
πολυχανδης
IDX:
33548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33549
Key:
πολυχανδής

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-χανδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-χανδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χανδάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a pitcher</Indic><Def>capable of holding much<Expl>water</Expl></Def><Tr>capacious</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολυχανδής'}