Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολυφόνος
πολύφορβος
πολυφορίᾱ
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχαρείδᾱ
πολύχειρ
πολυχειρίᾱ
πολυχορδίᾱ
πολύχορδος
πολύχους
πολυχρηματίᾱ
View word page
πολυφροσύνη
πολυφροσύνηηςfπολύφρων cleverness, ingenuityThgn. Hdt.

ShortDef

fulness of understanding, great shrewdness

Debugging

Headword:
πολυφροσύνη
Headword (normalized):
πολυφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
πολυφροσυνη
IDX:
33545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33546
Key:
πολυφροσύνη

Data

{'headword_display': '<b>πολυφροσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυφροσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πολύφρων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cleverness, ingenuity</Tr><Au>Thgn. Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυφροσύνη'}