Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολυφόνος
πολύφορβος
πολυφορίᾱ
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχαρείδᾱ
πολύχειρ
πολυχειρίᾱ
πολυχορδίᾱ
πολύχορδος
πολύχους
View word page
πολύ-φραστος
πολύφραστοςονadj of divine horseswiseParm.

ShortDef

very wise

Debugging

Headword:
πολύφραστος
Headword (normalized):
πολύφραστος
Headword (normalized/stripped):
πολυφραστος
IDX:
33544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33545
Key:
πολύφραστος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-φραστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ<hyph/>φραστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of divine horses</Indic><Tr>wise</Tr><Au>Parm.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύφραστος'}