Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πολύφημος
πολυφθόρος
πολυφιλίᾱ
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολυφόνος
πολύφορβος
πολυφορίᾱ
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχαρείδᾱ
πολύχειρ
πολυχειρίᾱ
View word page
πολύ-φορτος
πολύ-φορτοςονadjφόρτος of a wagonheavily freightedMosch.

ShortDef

heavily laden

Debugging

Headword:
πολύφορτος
Headword (normalized):
πολύφορτος
Headword (normalized/stripped):
πολυφορτος
IDX:
33541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33542
Key:
πολύφορτος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-φορτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-φορτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φόρτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wagon</Indic><Tr>heavily freighted</Tr><Au>Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύφορτος'}