Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύφατος
πολύφημος
Πολύφημος
πολυφθόρος
πολυφιλίᾱ
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολυφόνος
πολύφορβος
πολυφορίᾱ
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύχαλκος
πολυχανδής
πολυχαρείδᾱ
View word page
πολυφορίᾱ
πολυφορίᾱᾱςfπολυφόρος productivenessof the vineX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυφορίᾱ
Headword (normalized):
πολυφορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυφορια
IDX:
33539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33540
Key:
πολυφορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυφορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυφορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πολυφόρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>productiveness<Expl>of the vine</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυφορίᾱ'}