Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
Πολύφημος
πολυφθόρος
πολυφιλίᾱ
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολυφόνος
πολύφορβος
πολυφορίᾱ
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
πολύχαλκος
πολυχανδής
View word page
πολύ-φορβος
πολύ-φορβοςονalsoη ονadjφέρβω of the earthproviding nourishment for manynourishing, bountifulIl. hHom.of DemeterHes.

ShortDef

feeding many, bountiful

Debugging

Headword:
πολύφορβος
Headword (normalized):
πολύφορβος
Headword (normalized/stripped):
πολυφορβος
IDX:
33538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33539
Key:
πολύφορβος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-φορβος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-φορβος</HL><Infl>ον<VInfl><Lbl>also</Lbl><FmInfl>η ον</FmInfl></VInfl></Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρβω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the earth</Indic><Def>providing nourishment for many</Def><Tr>nourishing, bountiful</Tr><Au>Il. hHom.</Au><aS2><Indic>of Demeter</Indic><Au>Hes.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολύφορβος'}