Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύφᾱνος
πολύφαντος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
Πολύφημος
πολυφθόρος
πολυφιλίᾱ
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολυφόνος
πολύφορβος
πολυφορίᾱ
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδής
πολυφράδμων
πολύφραστος
πολυφροσύνη
πολύφρων
View word page
πολύ-φλοισβος
πολύ-φλοισβοςονadjφλοῖσβος of the sealoudly roaringHom. Hes. hHom. Archil.

ShortDef

loud-roaring

Debugging

Headword:
πολύφλοισβος
Headword (normalized):
πολύφλοισβος
Headword (normalized/stripped):
πολυφλοισβος
IDX:
33536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33537
Key:
πολύφλοισβος

Data

{'headword_display': '<b>πολύ-φλοισβος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολύ-φλοισβος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φλοῖσβος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the sea</Indic><Tr>loudly roaring</Tr><Au>Hom. Hes. hHom. Archil.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πολύφλοισβος'}