Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφᾱμος
πολύφᾱνος
πολύφαντος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
Πολύφημος
πολυφθόρος
πολυφιλίᾱ
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολυφόνος
πολύφορβος
πολυφορίᾱ
πολυφόρος
πολύφορτος
πολυφραδής
πολυφράδμων
View word page
πολυφιλίᾱ
πολυφιλίᾱᾱςfπολύφιλος large number of friendsArist. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυφιλίᾱ
Headword (normalized):
πολυφιλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πολυφιλια
IDX:
33533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33534
Key:
πολυφιλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πολυφιλίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πολυφιλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πολύφιλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>large number of friends</Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πολυφιλίᾱ'}