Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πολύτρητος
πολυτροπίη
πολύτροπος
πολυτρόφος
πολύυδρος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολύφᾱμος
πολύφᾱνος
πολύφαντος
πολυφάρμακος
πολύφατος
πολύφημος
Πολύφημος
πολυφθόρος
πολυφιλίᾱ
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολύφλοισβος
πολυφόνος
πολύφορβος
View word page
πολυ-φάρμακος
πολυ-φάρμακοςονadjφάρμακον of doctors, Paionskilled with medicinesIl. Sol.of Circe, Medeaskilled with drugsspellsOd. AR.

ShortDef

knowing many drugs

Debugging

Headword:
πολυφάρμακος
Headword (normalized):
πολυφάρμακος
Headword (normalized/stripped):
πολυφαρμακος
IDX:
33528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33529
Key:
πολυφάρμακος

Data

{'headword_display': '<b>πολυ-φάρμακος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πολυ-φάρμακος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φάρμακον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of doctors, Paion</Indic><Tr>skilled with medicines</Tr><Au>Il. Sol.</Au><aS2><Indic>of Circe, Medea</Indic><Tr>skilled with drugs<or/>spells</Tr><Au>Od. AR.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πολυφάρμακος'}